λέκιασμα

λέκιασμα
το [λεκιάζω]
κηλίδωμα, λέρωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λέκιασμα — το, ατος το λέρωμα, το κηλίδωμα: Παρόλο που ήταν προσεκτικός δεν απέφυγε το λέκιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηλίδωμα — το (Α κηλίδωμα) [κηλιδώ] ρύπανση, λέκιασμα, λέρωμα, κηλίδα …   Dictionary of Greek

  • λάδωμα — το [λαδώνω] 1. επάλειψη ή επίχριση με λάδι 2. λέκιασμα από λάδι 3. η λίπανση τμημάτων μηχανής με έγχυση μηχανελαίου 4. μτφ. δωροδοκία για προσωπική εξυπηρέτηση …   Dictionary of Greek

  • λέρωμα — το [λερώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λερώνω, λέκιασμα, βρόμισμα, ρύπανση, κηλίδωση …   Dictionary of Greek

  • λίγδωμα — το [λιγδώνω] το αποτέλεσμα τού λιγδώνω, λέκιασμα, κηλίδωμα …   Dictionary of Greek

  • λέρωμα — το, ατος λέκιασμα, βρόμισμα: Το λέρωμα του πατώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”